διοξειών

διοξειών
διοξειῶν, η και δι' οξειῶν (Α)
η συμφωνία υψηλών τόνων, η πέμπτη στη μουσική κλίμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + γεν. οξειών (ενν. χορδών) τού θηλ. οξεία τού επιθ. οξύς*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”